'Eναρξη μαθημάτων 10 Σεπτεμβρίου
Πληροφορίες - εγγραφές
2651400667, 6977238367
This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.
Καλώς ήλθατε στην ιστοσελίδα του πολυχώρου τέχνης και εκπαίδευσης Βυσσινόκηπος. Σε ένα ζεστό, ευχάριστο και ασφαλές περιβάλλον, παιδαγωγοί με όρεξη και σεβασμό στις ιδιαίτερες ανάγκες του παιδιού, το οδηγούν να ανακαλύψει μέσα από τον απέραντο κόσμο της τέχνης νέους δρόμους, διευρύνοντας τους ορίζοντες του… Με τις κούκλες του κουκλοθέατρου ζωντανεύουμε τους ήρωές μας… Με τα μουσικά όργανα και το θεατρικό παιγνίδι ασκούμε την κίνηση, το λόγο και το ρυθμό παίζοντας πολλά μουσικά παιχνίδια και δραματοποιώντας τις ιστορίες μας. Ταξιδεύουμε με την ποίηση, τη μουσική και τη λογοτεχνία σε κόσμους μαγικούς…. Στο εικαστικό μας εργαστήρι πειραματιζόμαστε με διάφορα υλικά και δημιουργούμε τα δικά μας έργα τέχνης… Στον κήπο χαλαρώνουμε και φτιάχνουμε κάστρα στην άμμο… Δανειζόμαστε ένα καλό βιβλίο από τη δανειστική βιβλιοθήκη για να συνεχίσουμε το ταξίδι στο σπίτι μας….
Πληροφορίες - εγγραφές
2651400667, 6977238367
This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.
Κουκλοθέατρο
Ιστορία: Τρεις φίλοι στο ποτάμι, Nicholas Oldlan
Διασκευή: Εβίτα Αγγέλη
Τρεις φίλοι, η αρκούδα, ο τάρανδος και ο κάστορας, αποφασίζουν να περάσουν μια μέρα στο ποτάμι κάνοντας κωπηλασία. Σιγά-σιγά αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι το ταξίδι είναι μια συλλογική υπόθεση. Ειδικά, όταν είμαστε στη φύση, χωρίς συνεργασία και συνεννόηση δεν μπορούμε να επιβιώσουμε. Η φύση κρύβει κινδύνους και οι αναποδιές δεν είναι δύσκολο να συμβούν…
Έτσι εκτός από την ανάγκη των άλλων για την επιβίωση μαθαίνουμε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: οι φιλίες χτίζονται με συνεννόηση και αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Το βιβλίο θα το βρείτε στο μαγαζάκι του Βυσσινόκηπου.
«Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ’ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζανα πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω απ’ το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρεί το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου• κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντηλό της να φύγει.
Οι ώρες που περνούσα με την μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να’ ταν ο αγέρας ανάμεά μας και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τά ’βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με την φαντασία μου• δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχιωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λές;» και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να’ χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να’ χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γής να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου• δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της –από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού.