Μουσικό παιχνίδι βασισμένο στη μέθοδο Dalcroze.
- Category: εργαστήρι
- Written by Βυσσινόκηπος
Στην Αγιάσο της Λέσβου, στο τέλος της συγκομιδής, γινόταν ολόκληρη γιορτή. Ένας από τους ραβδιστές μπήγει ανάποδα το ραβδί του στη γη και του βάζει φωτιά, πιστεύοντας πως όταν λυγίσει το μακρύ ραβδί, θα λυγίσουν και οι ελιές του χρόνου από το βάρος των καρπών.
Οι γυναίκες στύβουν τις ελιές, με το μαύρο ζουμί τους, αλείφουν το πρόσωπό τους και χορεύουν γύρω από τη φωτιά, πετώντας τα καλάθια τους με ευχές στο νοικοκύρη, να έχει του χρόνου περισσότερο καρπό και στις ανύπαντρες να παντρευτούν.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μια γριά. Μια μέρα λέει ο γέρος στη γριά: -Άντε γριά, γριούλα, ξύσε την κασόνα, τίναξε και τη σακούλα. Μαθές, που ξέρεις τι μπορεί -τίναξε εδώ, ξύσε από κει- μπορεί να μαζευτεί λίγο αλευράκι, και να φτιάξεις καρβελάκι. Κι έτσι λοιπόν η γριά, η γριούλα, ξύνει την κασόνα, τινάζει τη σακούλα, μαζεύει δυο χούφτες αλευράκι να φτιάξει ένα καρβελάκι. Ζυμώνει τ’ αλευράκι μάνι μάνι, κι ένα καρβελάκι φτιάχνει και το ρίχνει στο τηγάνι. Και σε λίγο, να παιδιά μου, ρόδινο και γελαστό, το καρβελάκι το αχνιστό. και το βάζει στο περβάζι, να κρυώσει στη δροσούλα, να ταϊστούν, να στυλωθούνε κι ο γεράκος κι η γριούλα. Όπου λοιπόν το καρβελάκι καθότανε στο παραθύρι, καθόταν στρογγυλοκαθόταν και στοχαζόταν. Και κεί -τι του’ ρθε;- ποιος το ξέρει; - έδωσε μια και παρ’ το κάτω, - απ’ το παράθυρο πηδάει, πάνω στο πάτωμα κυλάει, κι από το πάτωμα στην πόρτα, κι από την πόρτα στο χαγιάτι, κι απ’ το χαγιάτι στην αυλίτσα με τα χόρτα, κι απ’ την αυλή μας πάλι, τραβάει τραβάει στο δρόμο πέρα, στον καθαρό αέρα, κι από δω παν κι οι άλλοι. Το καρβελάκι τραβάει γοργό γοργό και κει που πάει ανταμώνει ένα λαγό.
-Θα σε φάω, θα σε φάω, καρβελάκι.
- Μη με τρως, καλό μου λαγουδάκι, κι εγώ θα σου πω ένα τραγουδάκι.
Είμαι ένα καρβελάκι εγώ.
Αθώο νιογέννητο, γοργό.
Μ’ έξυσε απ’ το κασόνι η γριούλα,
με τίναξε κι απ’ τη σακούλα
και με ζυμώνει μάνι-μάνι
κι απέ με ρίχνει στο τηγάνι,
κι απέ με βάζει στο περβάζι,
και με τηράει και με θαυμάζει,
και καρτεράει για να κρυώσω,
και την κοιλιά της να τυλώσω.
Μα κει, στην ώρα κείνη επάνω,
εγώ στα πόδια μου το βάνω.
Κι η γριά κι ο γέρος -τρου, τρου, τρου-
μείναν στα κρύα του λουτρο[...]
.
''Ο θεατής πρέπει αν μάθει να παρατηρεί τους πίνακες σαν συνδυασμούς από φόρμες και χρώματα, σαν την απεικόνιση μιας ψυχικής κατάστασης, και όχι σαν την απεικόνιση αντικειμένων''
Βασσίλυ Καντίνσκυ
Ο
O Βασίλι Καντίνσκι-Wassily Kandinsky (1866-1944), ήταν Ρώσος ζωγράφος και θεωρητικός της τέχνης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα και ένας από τους πρωτοπόρους της αφηρημένης τέχνης. Με τα έργα του πιστεύεται ότι δημιούργησε μια επαναστατική εικαστική γλώσσα, τόσο στο χρώμα όσο και στη μορφολογία, ξεκινώντας από αναγνωρίσιμες παραστατικές εικόνες και φτάνοντας σε καθαρά αφηρημένες φόρμες. Το 1896, σε ηλικία τριάντα ετών, εγκατέλειψε τη Μόσχα και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, με σκοπό να ακολουθήσει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες.
Η ιστορία διαδραµατίζεται µεταξύ Σκιάθου και Βόρειας Εύβοιας, κάπου στα 1870. Η Αχτίτσα είχε χάσει τον άντρα της, µια κόρη και δυο γιους. Ο τρίτος της γιος ήταν κάπου στην Αµερική, χωρίς να έχει δώσει σηµεία ζωής. Είχε δυο ορφανά εγγονάκια, από την κόρη της, τον Γέρο και την Πατρώνα.
Έκανε πολλές δουλειές για να τα ζήσει. Το κυριότερο εισόδηµά της όµως προερχόταν από το σταχοµάζωµα. Την εποχή του θερισµού περνούσε µαζί µε άλλες γυναίκες, µε καΐκι, στη Βόρεια Εύβοια, πήγαινε στα χωράφια και µάζευε τα πεσµένα στο χώµα στάχυα που δεν καταδέχονταν να µαζέψουν οι αγρότες. Κάποια Χριστούγεννα κι ενώ η ηλικιωµένη τα ‘φερνε βόλτα δύσκολα, έλαβε ένα γράµµα από τον ξενιτεµένο της που της έστελνε χρήµατα. Έτσι η χαροκαµένη χήρα µπόρεσε να συντηρήσει τα εγγόνια της.