''Το καρβελάκι'', του Αλέξη Τολστόι
- Category: εργαστήρι
- Written by Βυσσινόκηπος
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μια γριά. Μια μέρα λέει ο γέρος στη γριά: -Άντε γριά, γριούλα, ξύσε την κασόνα, τίναξε και τη σακούλα. Μαθές, που ξέρεις τι μπορεί -τίναξε εδώ, ξύσε από κει- μπορεί να μαζευτεί λίγο αλευράκι, και να φτιάξεις καρβελάκι. Κι έτσι λοιπόν η γριά, η γριούλα, ξύνει την κασόνα, τινάζει τη σακούλα, μαζεύει δυο χούφτες αλευράκι να φτιάξει ένα καρβελάκι. Ζυμώνει τ’ αλευράκι μάνι μάνι, κι ένα καρβελάκι φτιάχνει και το ρίχνει στο τηγάνι. Και σε λίγο, να παιδιά μου, ρόδινο και γελαστό, το καρβελάκι το αχνιστό. και το βάζει στο περβάζι, να κρυώσει στη δροσούλα, να ταϊστούν, να στυλωθούνε κι ο γεράκος κι η γριούλα. Όπου λοιπόν το καρβελάκι καθότανε στο παραθύρι, καθόταν στρογγυλοκαθόταν και στοχαζόταν. Και κεί -τι του’ ρθε;- ποιος το ξέρει; - έδωσε μια και παρ’ το κάτω, - απ’ το παράθυρο πηδάει, πάνω στο πάτωμα κυλάει, κι από το πάτωμα στην πόρτα, κι από την πόρτα στο χαγιάτι, κι απ’ το χαγιάτι στην αυλίτσα με τα χόρτα, κι απ’ την αυλή μας πάλι, τραβάει τραβάει στο δρόμο πέρα, στον καθαρό αέρα, κι από δω παν κι οι άλλοι. Το καρβελάκι τραβάει γοργό γοργό και κει που πάει ανταμώνει ένα λαγό.
-Θα σε φάω, θα σε φάω, καρβελάκι.
- Μη με τρως, καλό μου λαγουδάκι, κι εγώ θα σου πω ένα τραγουδάκι.
Είμαι ένα καρβελάκι εγώ.
Αθώο νιογέννητο, γοργό.
Μ’ έξυσε απ’ το κασόνι η γριούλα,
με τίναξε κι απ’ τη σακούλα
και με ζυμώνει μάνι-μάνι
κι απέ με ρίχνει στο τηγάνι,
κι απέ με βάζει στο περβάζι,
και με τηράει και με θαυμάζει,
και καρτεράει για να κρυώσω,
και την κοιλιά της να τυλώσω.
Μα κει, στην ώρα κείνη επάνω,
εγώ στα πόδια μου το βάνω.
Κι η γριά κι ο γέρος -τρου, τρου, τρου-
μείναν στα κρύα του λουτρο[...]
.