Μία μέρα, μία σουσουράδα, που είχε πουλάκια στη φωλιά, πήγε στην αυλή της γριάς Βάβως, για να βρει κανένα ψίχουλο ή σκουληκάκι να τους πάει. Εκεί όμως που έψαχνε, δεν είδε τη γριά, που σιγά σιγά την πλησίασε από πίσω και την τσάκωσε από την ουρά. Η σουσουράδα, τρομαγμένη, έκανε να πετάξει. Αλλά η γριά την κρατούσε τόσο σφικτά, ώστε η ουρά ξεριζώθηκε κι έμεινε στα χέρια της. Η καημένη η σουσουράδα, χωρίς ουρά, δεν μπορούσε ποια να πετάξει ψηλά και να γυρίσει στη φωλιά της. Έτρεχε λοιπόν χάμω στην αυλή και τη γριά με κλάματα την παρακαλούσε:
- Δώσε μου, γριά Βάβω, την ουρά μου, να πάω στα παιδιά μου!
- Σου δίνω την ουρά σου, να πας στα παιδιά σου, αποκρίθηκε η γριά. Πήγαινε όμως πρώτα στη βρύση, εδώ απέξω, να μου φέρεις νερό.
Τρέχει στη βρύση η σουσουράδα και βρίσκει εκεί μία κοπέλα, που γέμιζε τη στάμνα της.
- Δώσε μου, κοπέλα, νερό, την παρακαλεί, κι εγώ νερό της Βάβως, κι η Βάβω την ουρά μου, να πάω στα παιδιά μου!
- Σου δίνω νερό, της αποκρίθηκε η κοπέλα. Πήγαινε όμως πρώτα, ώσπου να γεμίσει η στάμνα μου, να μου φέρεις τυρί από το διπλανό μπακάλη.
Τρέχει στο διπλανό μπαλάκι η σουσουράδα και τον παρακαλεί:
- Δώσε μου, μπακάλη, τυρί κι εγώ τυρί της κοπέλας, κι η κοπέλα σε μένα νερό, κι εγώ νερό της Βάβως, κι Βάβω την ουρά μου, να πάω στα παιδιά μου!
- Σου δίνω τυρί, της αποκρίθηκε ο μπακάλης. Μα πήγαινε πρώτα στον αντικρινό φούρναρη, να μου φέρεις ψωμί
Τρέχει στον αντικρινό φούρναρη η σουσουράδα και τον παρακαλεί:
- Δώσε μου, φούρναρη, ψωμί, κι εγώ ψωμί του μπακάλη, κι ο μπακάλης σε μένα τυρί, κι εγώ τυρί της κοπέλας, κι η κοπέλα σε μένα νερό, κι εγώ νερό της Βάβως, κι η Βάβω την ουρά μου να πάω στα παιδιά μου!
- Ψωμί σου δίνω, της αποκρίθηκε ο φούρναρης. Πήγαινε όμως πρώτα στην παρακάτω ταβέρνα, να μου φέρεις κρασί.
Τρέχει η σουσουράδα στη παρακάτω ταβέρνα και παρακαλεί:
- Δώσε μου, ταβερνιάρη, κρασί, κι εγώ κρασί του φούρναρη, κι ο,φούρναρης σε μένα ψωμί, κι εγώ ψωμί του μπακάλη, κι μπακάλης σε μένα τυρί, και εγώ τυρί της κοπέλας, κι η κοπέλα σε μένα νέο, κι εγώ νερό της Βάβως, κι η Βάβω την ουρά μου, να πάω στα παιδιά μου!
- Κρασί σου δίνω της λέει ο ταβερνιάρης. Αν ήθελες όμως κι εσύ, να μου κανείς τη χάρη, να πας στο γάλατα, να μου φέρεις λίγο γάλα;
- Αχ, στενάζει η σουσουράδα, ο γαλατάς είναι μακριά κι εγώ κουράστηκα. Δεν είμαι συνηθισμένη να περπατώ στους δρόμους. Και τα παιδιά μου τα έχω τόσην ώρα μονάχα και πεινασμένα... Αχ, καλέ μου ταβερνιάρη, δώσε μου το κρασί, κι ο Θεός να σου το δώσει από αλλού!
Τη λυπήθηκε ο ταβερνιάρης, που ήταν ο πιο καλός ανθρώπος της γειτονιάς, και της έδωσε το κρασί. Η σουσουράδα το πήγε στο φούρναρη, που της έδωσε ψωμί. Ύστερα πήγε το ψωμί στο μπακάλη, που της έδωσε τυρί. Ύστερα πήγε το τυρί στην κοπέλα, που της έδωσε νερό. Και τέλος πάντων, πήγε το νερό στη γριά Βάβω, που της έδωσε την ουρά της. Και έτσι η καημένη η σουσουράδα μπόρεσε πάλι να πετάξει ψηλά και να γυρίσει στη φωλιά της, όπου την περίμεναν τα πουλάκια της.